κνησίχρυσος

κνησίχρυσος
κνησίχρῡσος, ον,
A scraping gold,

ῥίνη AP6.92

(Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κνησίχρυσος — κνησίχρυσος, ον (Α) φρ. «ῥίνη κνησίχρυσος» λίμα με την οποία ο χρυσοχόος ξύνει το χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνησι (< κνώ «ξύνω») + χρυσος < χρυσός), πρβλ. αργυρό χρυσος, επί χρυσος] …   Dictionary of Greek

  • κνησίχρυσον — κνησίχρῡσον , κνησίχρυσος scraping gold masc/fem acc sg κνησίχρῡσον , κνησίχρυσος scraping gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”